- παρακατακειμαι
- παρακατάκειμαιπαρα-κατάκειμαιвозлежать (преимущ. за столом) рядом
(τινι Plat., Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι Plat., Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρακατάκειμαι — Α (ιδίως κατά το δείπνο) κάθομαι πλαγιαστά, κάθομαι δίπλα σε κάποιον («περιάγει τοῡτο τὸ μειράκιον τὸ παρακατακείμενόν σοι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
παρακατακείμενον — παρακατάκειμαι lie beside perf part mp masc acc sg παρακατάκειμαι lie beside perf part mp neut nom/voc/acc sg παρακατάκειμαι lie beside pres part mp masc acc sg παρακατάκειμαι lie beside pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατακειμένην — παρακατάκειμαι lie beside perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) παρακατάκειμαι lie beside pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατακειμένης — παρακατάκειμαι lie beside perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) παρακατάκειμαι lie beside pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατακειμένου — παρακατάκειμαι lie beside perf part mp masc/neut gen sg παρακατάκειμαι lie beside pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατακειμένῳ — παρακατάκειμαι lie beside perf part mp masc/neut dat sg παρακατάκειμαι lie beside pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατακείμενος — παρακατάκειμαι lie beside perf part mp masc nom sg παρακατάκειμαι lie beside pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατάκειται — παρακατάκειμαι lie beside pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατέκειτο — παρακατάκειμαι lie beside imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek